-
1 Αὐτόλυκος
Αὐτό - λυκος: Autolycus, father of Anticlēa, and grandfather of Odysseus; he dwelt on Parnassus and was gifted with the sly arts that were inherited by his grandson, Od. 19.394 -, Il. 10.267.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αὐτόλυκος
-
2 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
.
См. также в других словарях:
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek